μαδάρεις

μαδάρεις
μαδάρεις· τὰ πλατύλογχα τῶν κρεάτων (Celt.), Hsch. (πλατύτερα λόγχα codd.), cf. Str.4.4.3 (prob.) and Lat.
A mataris.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαδάρεις — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κέλτες) «τὰ πλατύλογχα τῶν κρεάτων». [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λ. μαγαρίς] …   Dictionary of Greek

  • Галльский язык — Страны: Галлия Вымер: VI век …   Википедия

  • μαγαρίς — μαγαρίς, ίδος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μικρὰ σπάθη». [ΕΤΥΜΟΛ. Η άποψη ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο δεν θεωρείται ορθή. Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για εσφαλμένη γρφ. τού ματαρίς, που συνδέεται με τη γλώσσα τού Ησυχίου μαδάρεις «τὰς πλατυτέρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”